"Αβάνα" με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ






Την Πέμπτη 25/9, 8:15΄μμ, στο ΤΥΠΕΤ από το Cine Δράση


Αβάνα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, 1959. Ο Τζακ Γουέιλ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ), ένας επαγγελματίας παίκτης πόκερ που ταξιδεύει στην Κούβα με την ελπίδα να κερδίσει πολλά, συμφωνεί να ικανοποιήσει το αίτημα μιας ελκυστικής ξένης, της Ρομπέρτα Ντουράν (Λένα Όλιν), να παραδώσει λαθραία φορτία - στρατιωτικούς ασυρμάτους. Θέλοντας ή άθελά του, αναγκάζεται, αντίθετα με το δικό του πιστεύω, να εμπλακεί σε μια αντιπαράθεση μεταξύ των ανδρών του Φουλχένσιο Μπατίστα και των επαναστατών με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο. Πρωταγωνιστούν επίσης: Άλαν Άρκιν (Τζο Βόλπι), Τόμας Μίλιαν (Μενόκαλ), Ντάνιελ Ντέιβις (Μάριον Τσίγκγουελ), Τόνι Πλάνα (Χούλιο Ράμος), Μπέτσι Μπράντλεϊ (Νταϊάν), Λιζ Κάτερ (Πάτι), Ρίτσαρντ Φάρνσγουορθ (Καθηγήτρια), Μαρκ Ράιντελ (Μέγιερ Λάνσκι), Βάσεκ Σίμεκ (Γουίλι), Φρεντ Άσπαργκους (Κιντ Χερνάντεζ), Ρίτσαρντ Πόρτνοου (Μάικ ΜακΚλέινι), Ντίον Άντερσον (Ρόι Φορμπς), Μπέρνι Πόλακ (Υπάλληλος Ξενοδοχείου), Ραούλ Τζούλια (Αρτούρο Ντουράν, χωρίς αναφορά).

Η ιδέα για αυτήν την ταινία προέκυψε τη δεκαετία του 1970, με τους Τζακ Νίκολσον και Τζέιν Φόντα να πρωταγωνιστούν, αλλά οι αστέρες τελικά έχασαν το ενδιαφέρον τους για το παρατεταμένο εγχείρημα, χωρίς να το δουν ποτέ να υλοποιείται. Είναι αλήθεια ότι στο τέλος της δεκαετίας, κυκλοφόρησε μια μέτρια ταινία δράσης με τον μεγαλοπρεπή τίτλο «Κούβα» (1979) με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι, αλλά δεν κατάφερε να γίνει ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός (και, παρεμπιπτόντως, δεν προσέλκυσε σχεδόν καθόλου το ενδιαφέρον του κοινού). Πιθανότατα μόνο υπό το φως της περεστρόικα (και χάρη στον θρίαμβο της προηγούμενης παραγωγής του, του επικού μελοδράματος «Έξω από την Αφρική» (1985)) ο Σίντνεϊ Πόλακ, ο οποίος είχε αναλάβει εν μέρει τον ρόλο του παραγωγού, κατάφερε να βρει το εντυπωσιακό ποσό των 40 εκατομμυρίων δολαρίων για την παραγωγή. Η παραγωγή σίγουρα θα ήταν φθηνότερη (τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να κατασκευαστούν σκηνικά σε μια αεροπορική βάση στη Δομινικανή Δημοκρατία) αν ο σκηνοθέτης είχε καταφέρει να διαπραγματευτεί με τις κουβανικές αρχές για τα γυρίσματα στην Αβάνα. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, υπήρχε ένα εμπόδιο – και όχι στο πρόσωπο του Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος είχε θετική στάση1 απέναντι στους χολιγουντιανούς αστέρες προοδευτικής τάσης. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπήρχε ένας νόμος που απαγόρευε αυστηρά τη συνεργασία με το Νησί της Ελευθερίας στη βιομηχανία του κινηματογράφου, όπως, παρεμπιπτόντως, και σε πολλούς άλλους τομείς (εμπόριο, χρηματοοικονομικά, κ.λπ.). 

Πρέπει να δοθούν τα εύσημα στον Πόλακ και τους σεναριογράφους Τζούντιθ Ράσκοου και Ντέιβιντ Ραφιέλ, οι οποίοι αποφασιστικά (και ριψοκίνδυνα, δεδομένου ότι οι Κουβανοί δεν ακολούθησαν το παράδειγμα του εχθρού - δεν εγκατέλειψαν τη σοσιαλιστική τους πορεία, ούτε παραδόθηκαν στο έλεος των νικητών του Ψυχρού Πολέμου) έσπασαν τα συνήθη προπαγανδιστικά τροπάρια. Οι συγγραφείς απερίφραστα, αν και με κρυπτικά μέσα, έδειξαν ότι το καθεστώς του Μπατίστα ήταν τρομοκρατικό – συγκρατούνταν από ξιφολόγχες του στρατού, απόλυτο εκφοβισμό του πληθυσμού, απαγωγές, βασανιστήρια και δολοφονίες ανεπιθύμητων από τη μυστική αστυνομία, και την καταστολή κάθε διαφωνίας. Πολυτελή καζίνο, πορνεία, εστιατόρια και στριπτιτζάδικα, με τις βιτρίνες τους να φωτίζουν τους νυχτερινούς δρόμους με πολύχρωμα φώτα, έκαναν την Αβάνα παράδεισο για πλούσιους ξένους - αλλά τα κέρδη έρεαν στο εξωτερικό (κυρίως στο οργανωμένο έγκλημα, το οποίο είχε καταλάβει την πόλη μετά την ανεξαρτησία της χώρας από την Ισπανία), αφήνοντας τους κατοίκους της περιοχής να μαραζώνουν στη φτώχεια. Καθώς η πολιτική διαμάχη εντεινόταν, η καταστολή γινόταν ακόμη πιο βάναυση - και ο Τζακ είδε με τα ίδια του τα μάτια χωριά να καίγονται ολοσχερώς, τις βομβιστικές επιθέσεις και άλλα εγκλήματα. Επιπλέον, ο Γουέιλ απεικονίζεται σκόπιμα όχι ως ιδιώτης ή ως συνηθισμένος επαγγελματίας τζογαδόρος, αλλά ως η ίδια η ενσάρκωση του επιχειρηματικού πνεύματος, που ενεργεί έντιμα μόνο για λόγους εμφάνισης (σε γενικές γραμμές, για χάρη των υποσχόμενων έμμεσων οφελών). Σώζει έναν επιβάτη αεροπλάνου από βέβαιη εκτέλεση - αλλά δεν διστάζει ούτε δευτερόλεπτο, παρουσιάζοντας στον άνθρωπο που έσωσε έναν λογαριασμό για την υπηρεσία... Αυτή είναι η λεπτότητα του σχεδίου: αφού ένα τόσο υπολογιστικό, εξαιρετικά ψυχρόαιμο και γενικά χωρίς αρχές άτομο, όσο κι αν προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την πολιτική, αναγκάζεται να παραδεχτεί την ορθότητα της επανάστασης, ποιες αμφιβολίες μπορούν να υπάρχουν;

Φυσικά, ο Σίντνεϊ προσπάθησε να καλύψει τις ανάγκες ενός μαζικού κοινού (αν και η επιτυχία δεν ακολούθησε, με εισπράξεις στα box office να φτάνουν τα 9,2 εκατομμύρια δολάρια), βασιζόμενος σε δοκιμασμένες και αληθινές τεχνικές - εμβαθύνοντας σε μελοδραματικές ανατροπές και στροφές που αποκτούν μια ιδιαίτερα έντονη χροιά ενόψει ιστορικών αναταραχών. Ωστόσο, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ κατάφερε να μεταφέρει πειστικά την εσωτερική εξέλιξη του ήρωα, ο οποίος αλλάζει απροσδόκητα, υπακούοντας σε ένα ακατανόητο, βαθύ, βαθύ συναίσθημα για μια γυναίκα που μόλις γνωρίζει. Ο Γουέιλ διαισθάνεται διαισθητικά ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα να παρέμβει στη σχέση της Ρομπέρτα με τον Αρτούρο (ένας αδιάφορος Ραούλ Χούλια λάμπει ως ο αριστοκράτης που θυσιάζει τα ταξικά συμφέροντα για χάρη της δικαιοσύνης), οι οποίοι έχουν κάνει προ πολλού μια επιλογή, αφιερώνοντας την προσωπική τους ζωή στην υπηρεσία του καλού του λαού. Και το μόνο που του απομένει είναι να βοηθήσει το ζευγάρι στη μεγάλη τους προσπάθεια... Επιπλέον, με βάση την περίεργη τελευταία συνομιλία του Τζακ με τον ψεύτικο δημοσιογράφο, ο οποίος ισχυρίζεται ότι γράφει άρθρα για εστιατόρια, είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι τα γεγονότα που εκτυλίσσονται σε διάφορες γωνιές του κόσμου είναι πολύ πιο κοντά σε αυτόν, ως Αμερικανό, από ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά. Ο εκτεθειμένος πράκτορας της CIA τον ενημερώνει εμπιστευτικά ότι η επόμενη αποστολή του θα είναι στην Άπω Ανατολή (πιθανώς στο Βιετνάμ).


Ο Jack Weil (Robert Redford) είναι επαγγελματίας χαρτοπαίκτης. Τη δεκαετία του 50΄, ένας άνθρωπος του είδους του δύο φυσικούς προορισμούς είχε στην αμερικανική ήπειρο. Το Λας Βέγκας και την Αβάνα, την πρωτεύουσα της Κούβας, αγαπημένο θέρετρο της εποχής με κάθε είδους απολαύσεις να προσφέρονται στους τουρίστες ενώ ο λαός καταπιεζόταν από τη διεφθαρμένη δικτατορία του στρατηγού Μπατίστα.

Τα Χριστούγεννα του 1958, στο πλοίο που τον μεταφέρει από το Μαϊάμι πίσω στην Κούβα, ο Jack δέχεται να βοηθήσει μια γοητευτική γυναίκα, την Roberta (Bobby) Duran (Lena Olin). Η Bobby του ζητάει να οδηγήσει αυτός το αυτοκίνητό της και να το βγάλει από το φέρυ μποτ. Ο Jack δέχεται, λίγο για τα χρήματα που του προσφέρει, λίγο για να κρατήσει το φλερτ. Καταλαβαίνει ότι μπλέκει όταν ανακαλύπτει στο όχημα κρυμμένους ραδιοπομπούς και σιγουρεύεται ότι η Bobby είναι επικίνδυνη γνωριμία όταν, την ίδια μέρα, έρχεται να τον συναντήσει συνοδευόμενη από τον άντρα της, τον Arturo Duran (Raul Julia), γόνο πλούσιας οικογένειας με γνωστές σχέσεις με τους επαναστάτες που ακόμα κρύβονται στα δάση της Sierra Maestra.

Και παντρεμένη και αντικαθεστωτική; Το πράγμα παραείναι μπλεγμένο κι ο Jack το εγκαταλείπει κι επιστρέφει στους συνηθισμένους στόχους του. Να βρει δυο πρόθυμες για όλα τουρίστριες για τη νυχτερινή του διασκέδαση και να πείσει τον ιδιοκτήτη του καζίνο Joe Volpi (Alan Arkin) να του ετοιμάσει, για το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ένα καρέ για πόκερ χωρίς χρηματικούς περιορισμούς. Το παιχνίδι που ονειρεύεται μια ολόκληρη ζωή.

Σε μια σκηνή που τρέχει παράλληλα, με ένα υποβλητικό mambo ως μουσική υπόκρουση, ο Jack επιδίδεται σ' ένα ερωτικό τρίο ενώ, την ίδια στιγμή, το ζεύγος Duran συλλαμβάνεται από τη μυστική αστυνομία. Το άλλο πρωί, οι εφημερίδες γράφουν ότι ο Arturo είναι νεκρός και ο Jack προσπαθεί να μάθει τι απέγινε η Bobby.

Τις πέντε μέρες που ακολουθούν μέχρι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 1959 (εκείνο το βράδυ ο Κάστρο μπήκε με τους αντάρτες του στην Αβάνα), ο Jack καταφέρνει να πετύχει (μέσω των χαρτοπαικτικών του γνωριμιών) την απελευθέρωση της Bobby, να της προσφέρει άσυλο, να ερωτευτούν, να σχεδιάσουν να φύγουν μαζί μετά το "μεγάλο παιχνίδι" και τελικά να την αποδώσει στον ως εκ θαύματος ζωντανό σύζυγό της και στην νέα Κούβα που αυτός και οι σύντροφοί του σχεδιάζουν.

Το μόνο που του μένει είναι να εγκατασταθεί στην απέναντι όχθη και, γνωρίζοντας ότι η επικοινωνία με την Αβάνα του καθεστώτος Κάστρο δεν υπάρχει και τα πλοία δεν κάνουν πια το δρομολόγιο, να πηγαίνει κάθε απόγευμα στην παραλία του Μαϊάμι, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή η Bobby θα κάνει την εμφάνισή της. Όπως μας λέει η φωνή του, βρισκόμαστε ήδη στο 1963, η Αμερική με τη σειρά της αρχίζει να βράζει και όλα είναι πιθανά.

Το απίστευτο ατού αυτής της ταινίας; Ο Robert Redford. Νομίζω ότι σε κανένα άλλο φιλμ δεν υπήρξε τόσο γοητευτικός όσο στην Αβάνα. Κάθε ρυτίδα του είναι σα να του προσθέτει πόντους :P . Ο δε τυποποιημένος ρόλος του τυχοδιώκτη που τα έχει ζήσει όλα και διαθέτει αισθήματα κάτω από την σκληρή επιφάνεια, του ταιριάζει γάντι.

Στα συν η ατμοσφαιρική μουσική του Dave Grusin και η πολύ καλή (όπως πάντα) Lena Olin, που ξεφεύγει από το πρότυπο της όμορφης που ζητά προστασία και δίνει βάθος στον ρόλο της και στο δίλημμά της.

Η σκηνή της εισόδου των ανταρτών στην εορταστική Αβάνα με τα πλήθη να πανηγυρίζουν και τους "προύχοντες" να τρέχουν μέσα στα σμόκιν και τις τουαλέτες για να γλιτώσουν, παρότι καλογυρισμένη, αντιγράφει φανερά τον "Νονό 2" και δεν έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα.

Πολλά προσφέρουν όμως οι άκρως ενδιαφέροντες τρίτοι ρόλοι που υποστηρίζονται από αξιόλογους ηθοποιούς. Ο Alan Arkin ως ιδιοκτήτης καζίνο που βλέπει αποστασιοποιημένα όλες τις πλευρές κι όλα τα πρόσωπα, ο Richard Farnsworth ως ο μόνιμα εγκατεστημένος στην Αβάνα καθηγητής (κλείσιμο στο μάτι στον Έρνεστ Χεμινγουέι) και ο Daniel Davis ως δημοσιογράφος περιοδικού για εξωτικές κουζίνες και στην πραγματικότητα πράκτορας της CIA. Πολύ καλή η τελική συνάντησή του με τον Jack λίγο πριν εγκαταλείψουν και οι δυο την Κούβα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο